- τιγκράι
- η, Νβλ. τιγκρίνια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τιγκρέ — οι, Ν 1. εθνολ. πληθυσμός τών αιθιοπικών κεντρικών υψιπέδων που μαζί με τους Αμχάρα συνθέτουν πάνω από το ένα τέταρτο τού πληθυσμού τής Αιθιοπίας και ήταν παγκόσμια γνωστοί για αιώνες ως Αβησσυνοί 2. φρ. «γλώσσα Τιγκρέ» σημιτική γλώσσα η οποία… … Dictionary of Greek
τιγκρίνια — και τιγκράι, η, Ν σημιτική γλώσσα τής πολιτιστικής ομάδας τών νότιων Τιγκρέ η οποία προέρχεται από την γκίεζ, την αρχαία γλώσσα τής Αιθιοπίας και έχει στενές σχέσεις με τη γλώσσα Τιγκρέ … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek